τηλεσκοπικός

τηλεσκοπικός
η , ό[ν] телескопический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τηλεσκοπικός" в других словарях:

  • τηλεσκοπικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που σχετίζεται με το τηλεσκόπιο: Τηλεσκοπικός φακός. 2. αυτός που γίνεται με το τηλεσκόπιο: Τηλεσκοπικές έρευνες. 3. αυτός που είναι ορατός μόνο με το τηλεσκόπιο: Τηλεσκοπικός πλανήτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τηλεσκοπικός — ή, ό, Ν αστρον. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τηλεσκόπιο («τηλεσκοπικός φακός») 2. αυτός που γίνεται με τηλεσκόπιο («τηλεσκοπικές παρατηρήσεις») 3. (για ουράνιο σώμα) ο ορατός μόνο με τηλεσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεσκόπιο. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»